ἄσταθμος

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσταθμος Medium diacritics: ἄσταθμος Low diacritics: άσταθμος Capitals: ΑΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: ástathmos Transliteration B: astathmos Transliteration C: astathmos Beta Code: a)/staqmos

English (LSJ)

ἄσταθμον, unweighed, without record of weight, IG1.121.4, al., Epigr.Gr.805.

Spanish (DGE)

-ον
no pesado, sin pesar φιάλɛ̄ χρυσε͂ IG 13.296.6 (V a.C.), κύλιξς ἀργυρᾶ IG 13.306.41 (V a.C.), κόρɛ̄ χρυσῆ IG 13.328.42 (V a.C.), ἀκινάκɛ̄ς ἐπίχρυσος IG 13.357.71 (V a.C.), ἄγαλμα ISmyrna 757 (II d.C.), νομίσματα PLond.1686.31 (VI d.C.), PMasp.96.15 (VI d.C.).

Greek Monolingual

ἄσταθμος, -ον (Α)
1. ο ανίκανος να σταθμίσει ή να μαντέψει
2. αυτός που δεν έχει ζυγιστεί.