Ἀτλάντειος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): -τιος D.S.3.54
1 de Atlante πόλος E.Fr.594, Nonn.D.3.353, λόφος Nonn.D.1.206, cf. 2.178.
2 οἱ Ἀτλάντειοι (-ιοι) atlanteos o atlantios pueblo del noroeste africano, D.S.l.c., Eus.PE 3.10.21.
Russian (Dvoretsky)
Ἀτλάντειος: Eur. = Ἀτλαντικός.