Ἀχιλλείτης

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): tb. Ἀχιλλιώτης
aquilita ét. de Aquileo, St.Byz.s.u. Ἀχίλλειος.