ἐγκαταμείγνυμαι

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Middle Liddell

Pass. to be mixed in or be mixed with, c. dat., Isocr.

Spanish

entremezclarse, inmiscuirse

Greek Monotonic

ἐγκαταμίγνυμαι: Παθ., συμπλέκομαι, καυγαδίζω, έρχομαι στα χέρια, με δοτ., σε Ισοκρ.