ἐθελουσίως
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθελούσιος.
Spanish
por propia voluntad, espontáneamente
Russian (Dvoretsky)
ἐθελουσίως: Xen. = ἐθελοντηδόν: по своей воле, добровольно.