ἐκβοσκέω

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Spanish (DGE)

consumir, absorber ἐκ πολλῆς ξηρότητος ἐκβοσκησάσης τὰ ὑγρά Alex.Aphr.Pr.2.29
v. med. mismo sent. ἐπειδὰν γὰρ ἐκβοσκήσηται τὴν ἰκμάδα πᾶσαν αὐτοῦ τὸ θερμόν Gal.1.517.