ἐκβοσκέω

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Spanish (DGE)

consumir, absorber ἐκ πολλῆς ξηρότητος ἐκβοσκησάσης τὰ ὑγρά Alex.Aphr.Pr.2.29
v. med. mismo sent. ἐπειδὰν γὰρ ἐκβοσκήσηται τὴν ἰκμάδα πᾶσαν αὐτοῦ τὸ θερμόν Gal.1.517.