ἐκπληκτικῶς Search Google

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de façon à exciter l'étonnement;
2 d'une façon effrayante.
Étymologie: ἐκπληκτικός.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπληκτικῶς:
1 потрясающе, ужасающе, грозно (προσφέρεσθαί τινι Diod.; πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένος Plut.);
2 ошеломляюще, изумительно: ἐ. ἀποδέχεσθαί τινα Polyb. изумляться кому-л.