ἐκτάμην

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monotonic

ἐκτάμην: Επικ. Μέσ. αόρ. βʹ του κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάμην: aor. 2 med. к *κτῆμι.