ἐλαιάζω

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιάζω: ἔχω τὸ χρῶμα πρασίνης ἐλαίας, χλοερά τε ἅμα καὶ ἐλαιάζουσα Γρηγ. Νύσσ. 1. 680Β.

Spanish (DGE)

tener color oliváceo τις αὐγὴ ... ἐλαιάζουσα Gr.Nyss.Hom.in Cant.411.4.