ἐμμετάβολος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἐμμετάβολον, admitting of modulation, σύστημα Cleonid.Harm. 8,ΙΙ.
Spanish (DGE)
-ον
mús. mutable, que permite la modulación σύστημα Cleonid.Harm.8, 11, (μελῳδία) Aristid.Quint.16.24.