ἐξανιστάω

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Spanish (DGE)

hacer levantar, despertar fig. ἐξανιστῶντες ἡμᾶς ὥσπερ καθεύδοντας Gr.Thaum.Pan.Or.7.56, τὴν εἰκόνα τῆς κακίας Ephr.Syr.3.185A, ἔρωτα νεκροὺς ἐξανιστῶντα βλέπω Tz.Comm.Ar.1.210.4, c. gen. ἐξανιστᾷς με πλάνης App.Anth.3.317.2.

German (Pape)

Sp. = ἐξανίστημι.