ἐξαπάτης

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, ἀπατεών, Ἱππ. 347. 9.

Greek Monolingual

ἐξαπάτης, ο (Α)
αυτός που εξαπατά, ο απατεώνας.

German (Pape)

ὁ, = ἐξαπατητήρ, Hippocr.