ἐξαπάτης
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, ἀπατεών, Ἱππ. 347. 9.
Greek Monolingual
ἐξαπάτης, ο (Α)
αυτός που εξαπατά, ο απατεώνας.
German (Pape)
ὁ, = ἐξαπατητήρ, Hippocr.