ἐξυπανίσταμαι

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2, 3ᵉ sg. ἐξυπανέστη;
s'élever de, gén..
Étymologie: ἐξ, ὑπανίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξυπανίστᾰμαι: (только в 3 л. sing. aor. 2) подниматься (из-под чего-л.): σμῶδιξ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Hom. кровавая полоса вздулась на спине (Терсита).