ἐπιλήσομαι
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήσομαι: ἴδε ἐπιλανθάνω.
Greek Monotonic
ἐπιλήσομαι: Μέσ. μέλ. του ἐπιλήθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλήσομαι: fut. med. к ἐπιλανθάνω.