ἐπιστητικός

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἐπίστασθαι, ἐπιστητικὴ ἕξις Κλήμ. Ἀλ. 468.