ἐπιστητικός

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος ἐπίστασθαι, ἐπιστητικὴ ἕξις Κλήμ. Ἀλ. 468.