ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
inf. ao.2 de εἰσοράω.
see εἰσεῖδον.
ἐσῐδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του εἰσεῖδον· ἐσιδέσθην, βʹ δυϊκ. Μέσ. αορ. βʹ.
ἐσιδεῖν: inf. aor. к εἰσοράω Aesch.