ἔλληψις

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic. acción de coger, sujeción c. gen. obj. μὴ τις ὑμὴν ἐμποδίζῃ ... πρὸς τὴν ἔλληψιν τοῦ περιτοναίου Orib.50.46.4.