ἔμεινα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

French (Bailly abrégé)

ao. de μένω².

Greek Monotonic

ἔμεινα: αόρ. αʹ του μένω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμεινα: aor. к μένω.