ἔμεινα

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

French (Bailly abrégé)

ao. de μένω².

Greek Monotonic

ἔμεινα: αόρ. αʹ του μένω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμεινα: aor. к μένω.