ἔσχον

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔσχον: aor. 2 к ἔχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσχον: ἐσχόμην, ἴδε ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

ἔσχον: ἐσχόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του ἔχω.