ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
v. τέμνω.
ἔτᾰμον: Ιων. και Δωρ. αόρ. βʹ του τέμνω.
ἔταμον: (= ἔτεμον) ион. aor. 2 к τέμνω.