ἔταμον

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

French (Bailly abrégé)

v. τέμνω.

Greek Monotonic

ἔτᾰμον: Ιων. και Δωρ. αόρ. βʹ του τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔταμον: (= ἔτεμον) ион. aor. 2 к τέμνω.