ἠέρος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἠέρος: Ἰων. καὶ Ἐπ. γεν. τοῦ ἀήρ.

English (Autenrieth)

see ἆήρ.

Greek Monotonic

ἠέρος: Επικ. γεν. του ἀήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἠέρος: эп.-ион. gen. к ἀήρ.