ἥμην

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

French (Bailly abrégé)

impf. de ἧμαι.

Greek Monotonic

ἥμην: παρατ. του ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἥμην: impf. к ἧμαι.