Ἠπειρωτικός

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'Épire.
Étymologie: ἠπειρώτης.

Russian (Dvoretsky)

Ἠπειρωτικός: эпирский (βόες Arst.).