ἱερακεῖον
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
τό, shrine of the hawk, PTeb.5.70 (ii B.C.).
Greek Monolingual
ἱερακεῖον, τὸ (Α) ιέραξ
λειψανοθήκη γερακιού.