ὀξυχόλως

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec emportement.
Étymologie: ὀξύχολος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠχόλως: adv. пылко, горячо или вспыльчиво (Soph. - v. l. ὀξύχολος).