ὀξυχόλως
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
adv.
avec emportement.
Étymologie: ὀξύχολος.
ὀξῠχόλως: adv. пылко, горячо или вспыльчиво (Soph. - v. l. ὀξύχολος).