ὑδρολογεῖον
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
ὑδρολόγιον, τὸ, ΜΑ, και ὑδρολογεῖον Μ
χρονόμετρο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -λόγιον].
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
ὑδρολόγιον, τὸ, ΜΑ, και ὑδρολογεῖον Μ
χρονόμετρο με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδρ(ο)- + -λόγιον].