ὠΐγνυντο

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. Pass. de οἴγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὠΐγνυντο: эп. 3 л. pl. impf. pass. к οἴγνυμι.