ὠκυσκόπος

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Russian (Dvoretsky)

ὠκυσκόπος: зоркий или меткий (Ἀπόλλων Anth.).