accesible
From LSJ
Spanish > Greek
βαδιστός, ἀναβάσιμος, βατός, εἰσιτητός, εἰσιτητέος, διαπεράσιμος, βάσιμος, εἴσβατος, ἐνδεχόμενος, ἀνυστός, ἐγχειρής, ἀναβατός, διοδευτός, ἐμβατός
βαδιστός, ἀναβάσιμος, βατός, εἰσιτητός, εἰσιτητέος, διαπεράσιμος, βάσιμος, εἴσβατος, ἐνδεχόμενος, ἀνυστός, ἐγχειρής, ἀναβατός, διοδευτός, ἐμβατός