Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
δενδρῶτις, δενδρήεις, δενδροκόμης, ἔνδενδρος, δενδρικός