embaucador
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
Spanish > Greek
γόης, ἐμπαίκτης, γλωσσοκηλοκόμπης, διαμευστής, ἐγγαστρίμυθος