ἐγγαστρίμυθος
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
English (LSJ)
ἐγγαστρίμυθον, ventriloquist, mostly of women who delivered oracles by this means: hence, = ἐγγαστρίμαντις, Hp.Epid.5.63, Philoch.192, LXX Le.19.31, Ph.1.654, Plu.2.414e, Luc.Lex.20; also, the familiar spirit of such a person, LXX 1 Ki.28.8.
Spanish (DGE)
(ἐγγαστρίμῡθος) -ου, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ἐγγαστερίμυθος metri causa, Orac.Sib.3.226
• Prosodia: [-ῐ-]
1 ventrílocuo que practica la adivinación esp. de mujeres que dan oráculos ἐκ τοῦ στήθεος ὑπεψόφει· ὥσπερ αἱ ἐγγαστρίμυθοι λεγόμεναι Philoch.78, cf. Hp.Epid.5.63, LXX 1Re.28.7, μάντις Sch.Pl.Sph.252c, cf. Plu.2.414e, Ael.Dion.ε 2, Clem.Al.Prot.2.11, Hsch.
•que hace hablar a los espíritus de los muertos mediante la ventriloquia, esp. en fem. medium de la llamada sibila de ‘Endor que evocó el espíritu de Samuel, Iust.Phil.Dial.105.4, lo que suscitó obras de varios autores crist. Εἰς ἐγγαστρίμυθον Sobre la pitonisa de ‘Endor de Hipólito, Hippol.Engast.tít., de Gregorio de Nisa, Gr.Nyss.Engat.tít., de Eustacio Antioqueno, Eust.Ant.Engast.tít., cf. Origenes Engast.3
•subst. τὸ ἐγγαστρίμυθον = evocación de los muertos mediante la ventriloquia μάντευσαι δή μοι ἐν τῷ ἐγγαστριμύθῳ LXX 1Re.28.8.
2 simpl. ventrílocuo ἐγγαστρίμυθόν τινα ἔοικα πεπωκέναι Luc.Lex.20
•peyor. como sinón. de embaucador οὐκ ἐπακολουθήσετε ἐγγαστριμύθοις καὶ τοῖς ἐπαοιδοῖς LXX Le.19.31, cf. I.AI 6.327, οὐ μύθων μωρῶν ἀπάτας ἐγγαστεριμύθων Orac.Sib.l.c., considerado una forma de posesión demónica y demoníaca, Thdt.Qu.in Le.29.
German (Pape)
[Seite 700] ὁ, Bauchredner; aus dem Bauche wahrsagend; Luc. Lex. 20; LXX. auch ἡ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγαστρίμῡθος: ὁ чревовещатель Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγαστρίμυθος: -ον, ὁ λαλῶν ἐκ τῆς γαστρός, τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, αἵτινες διὰ τούτου τοῦ μέσου ἔδιδον χρησμούς, ἑπομένως = ἐγγαστρίμαντις, Ἱππ. 1156G, Φιλοχόρ. Ἀποσπ. 192, Ἑβδ.: πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 20, Πλούτ. 2. 414Ε: - ποιητ. ἐγγαστερίμυθος Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 226.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐγγαστρίμυθος, -ον
Μ και ἐγγαστερίμυθος, -ον)
αυτός που μπορεί να μιλά χωρίς να κινεί τα χείλια (συνήθως για γυναίκες που έδιναν χρησμούς με αυτόν τον τρόπο)
αρχ.
αυτός που προφητεύει με αυθυποβολή ή υποβολή.