escapar de
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
Spanish > Greek
ἐκφεύγω, ἐκπροφεύγω, διεκφυγγάνω, διεκφεύγω, δραπετεύω, ἀποφεύγω, διαδιδράσκω, διαδιδρήσκω, ἀποδιδράσκω, ἀποκυβιστάω, διεκδύνω, ἐξαναδύω