Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
curse: P. and V. ἀρά, ἡ, V. κατεύγματα, τά.
detestation: P. and V. μῖσος, τό, ἔχθρα, ἡ, ἔχθος, τό; see hatred.
object of execration: V. ἔχθος, τό, μῖσος, τό, μίσημα, τό, στύγος, τό. στύγημα, τό. ἀπέχθημα, τό.