Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
P. and V. σβεννύναι (Thuc. 2, 77), κατασβεννύναι, ἀποσβεννύναι; see quench.
put down: P. and V. καθαιρεῖν, κατέχειν, παύειν.