hunter
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. κυνηγέτης, ὁ. P. θηρευτής, ὁ, V. κυναγός, ὁ.
fellow hunter: V. συγκυναγός, ὁ.