intercept
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν, Ar. and P. περιλαμβάνειν.
wishing to have a chance of intercepting their passage: P. αὐτοὺς βουλόμενοι ἀποκλῄσεσθαι τῆς διαβάσεως (Thuc. 6, 101).
P. ἀπολαμβάνειν, διαλαμβάνειν, Ar. and P. περιλαμβάνειν.
wishing to have a chance of intercepting their passage: P. αὐτοὺς βουλόμενοι ἀποκλῄσεσθαι τῆς διαβάσεως (Thuc. 6, 101).