interfering
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English > Greek (Woodhouse)
adjective
meddling: Ar. and P. πολυπράγμων.
be interfering, v.: Ar. and P. πολυπραγμονεῖν, V. περισσὰ δρᾶν, πράσσειν τι πλέον (Euripides, Fragment), Ar. and V. πράσσειν πολλά.