Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. and V. εὔπορος, Ar. and P. εὐμήχανος, πόριμος, P. τεχνικός.