la escultura
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Spanish > Greek
ἀγαλματουργία, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀνδριαντουργία, ἀνδριαντοποιΐα, γλυφή, γλυπτική