opportunely
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρόν, ἐν τῷ δέοντι, εἰς δέον, ἐν καλῷ, εἰς κάλον, V. πρὸς καιρὸν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι, εἰς ἀρτίκολλον, εἰς ἀκριβές, καιρίως (also Xen.). P. εὐκαίρως
fittingly: P. and V. πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.