raat
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Dutch > Greek
γλήνα, γλήνη, κηρίδιον, κηρίον, κηρός, μελικηρίδιον, μελικήριον, μελικηρίς, μελίκηρον, μελίσσια, μελίσσιον, μελίττια, μελίττιον, σχαδόνες, τενθρήνιον