κηρίον

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρίον Medium diacritics: κηρίον Low diacritics: κηρίον Capitals: ΚΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kēríon Transliteration B: kērion Transliteration C: kirion Beta Code: khri/on

English (LSJ)

τό, (κηρός)
A honeycomb, mostly in plural, h.Merc.559, Hes.Th. 597, Hdt.5.114, etc.; κ. καὶ λίβανον, as offerings, Supp.Epigr.3.774 (Crete, i B.C.): sg., Pl.R.552c, Theoc.19.2, IG5(2).514.14 (Lycosura, ii B.C.); τὸ κ. τοῦ μέλιτος LXX 1 Ki.14.27; used in Medicine, Hp. Morb.2.45, 3.17; παιδίον κηρίῳ βεβυσμένον having its mouth stopped with a piece of honeycomb, Ar.Th.506, cf. Sch. ad loc., Sor.1.86; κ. σφηκῶν Hdt.2.92: κηρία, τά, honey, Hippon.36, Aristo ap.Ath.2.38f.
2 metaph., of a book of poems, AP9.190: pl., title of Anthologies, Gell.Praef.6.
3 metaph., of anything pleasant, τῆς ἐπιθυμίας τὸ κ. Lib.Ep.112.1.
II a cutaneous disease, = μελικηρίς, Dsc.2.135 (pl.), Gal.7.728, al.

German (Pape)

[Seite 1433] τό, Wachskuchen der Bienen, Honigwabe; im plur., H. h. Merc. 559, Hes. Th. 597; im sing., Theocr. 19, 2; Her. 2, 92; Plat. Rep. VIII, 552 c, Xen. An. 4, 8, 20; einzeln bei Sp., die häufiger den plur. haben, D. Sic. 5, 14, Luc. Dem. 52, wie auch Ar. Eccl. 632 u. Hipponax bei Ath. XIV, 645 c; auch der Honig selbst; Ep. ad. 523 (IX, 191) von den Wachstafeln eines Buches. – Bei den Aerzten ein grindartiger Ausschlag, schlimmer als ἀχώρ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
rayon de miel ; cire.
Étymologie: κηρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρίον -ου, τό [κηρός] honingraat, meestal plur.: κ. σφηκῶν wespennest Hdt. 2.92.4; τὸ παιδίον... κηρίῳ βεβυσμένον de baby, met zijn mond volgepropt met honingraat Aristoph. Th. 506. plur. τὰ κηρία = honing. geneesk. ‘honingraat’ (huidziekte).

Russian (Dvoretsky)

κηρίον: τό тж. pl.
1) (тж. μελίσσιον κ. NT) медовые соты Hom., Hes., Plat. etc.;
2) воск Arph.;
3) навощенная дощечка (с начертанным на ней стихотворением), стихи: Ἠρίννης κ. Anth. стихотворение Эринны.

English (Slater)

κηρίον honeycomb μελισσοτεύκτων κηρίων ἐμὰ γλυκερώτερος ὀμφά fr. 152.

Spanish

cera

English (Strong)

diminutive from keos (wax); a cell for honey, i.e. (collectively) the comb: (honey-)comb.

English (Thayer)

κηρίου, τό (κηρός wax), from Hesiod and Herodotus down, honeycomb: κηρίον μελισσιον, a honeycomb (still containing the honey), R G Tr brackets (Proverbs 24:13).

Greek Monolingual

κερί και κηρί και κηρίο (κηρίον), το (ΑΜ κηρίον, Μ και κηρίν)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα κηρία
ονομασία διαφόρων μονάδων με τις οποίες μετριέται η ένταση μιας πηγής φωτός
2. κηρός
3. φρ. α) «είναι κίτρινος σαν το κερί» ή «είναι άσπρος σαν το κερί» — είναι ωχρός από αρρώστια ή από φόβο
β) «σέ ζητούσα με το κερί» — είχα απόλυτη ανάγκη και επιθυμία να σέ συναντήσω
γ) «λειώνει σαν το κερί» — για πρόσωπο που αδυνατίζει φανερά και βαθμιαία
δ) «κρατάει το κερί» — για συγγενή ή παρόντα φίλο μιας γυναίκας που ανέχεται ή υποθάλπει παράνομη ερωτική σχέση της με άλλον
4. παροιμ. «τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι» — γι' αυτούς που χρησιμοποιούν κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, για να πετύχουν τον σκοπό τους
νεοελλ.-μσν.
κυλινδρικό ραβδί που συνήθως χρησιμοποιείται στις εκκλησίες, αλλά και για φωτισμό, κατασκευασμένο από κερί μελισσών ή από διάφορα υποκατάστατα του, που περιβάλλουν ένα φιτίλι του οποίου η καύση παράγει φωτιστική φλόγα
αρχ.
1. κηρήθρα («ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται», Πλάτ.)
2. μτφ. καθετί ευχάριστο
3. είδος νοσήματος του δέρματος
3. στον πληθ. το κηρία
το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερί < κερ-ίον (με τροπή του ί σε e προ του -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < κηρ-ίον, υποκορ. του κηρός].

Greek Monotonic

κηρίον: τό (κηρός),
1. κηρήθρα, Λατ. favus, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, κηρίον σφηκῶν, σε Ηρόδ.
2. κέρινη πλάκα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κηρίον: τό, (κηρὸς) κηρήθρα, Λατ. favus, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 559, Ἡσιόδ. Θ. 597, Ἡρόδ. 5. 114, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Πλάτ. Πολ. 552C, Θεόκρ. 19. 2· ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἑλλ. φαρμακοποιΐα, Ἱππ. 475. 5., 496. 45· κηρίῳ βεβυσμένος, ἔχων τὰ ὦτα πεφραγμένα διὰ κηρίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 506· ― ὡσαύτως, κηρίον σφηκῶν Ἡρόδ. 2. 92· ― κηρία, ἁπλῶς = μέλι, Ἱππῶν. 26, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 38F. 2) πίναξ ἐκ κηροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 191. ΙΙ. εἶδος δερματικοῦ νοσήματος ὅπερ καλεῖται καὶ μελικηρίς, Διοσκ. 2. 164, Γαλην., κτλ.· ― ἄχωρ ἦτο τοῦ αὐτοῦ εἴδους, ἀλλ’ ἧττον φθοροποιόν· πρβλ. τὸ Λατ. favus, ἂν καὶ ἦτο καὶ ἐκεῖνο διάφορον.

Middle Liddell

κηρίον, ου, τό, κηρός
1. a honeycomb, Lat. favus, Hes., Hdt., etc.; also, κηρίον σφηκῶν Hdt.
2. a wax tablet, Anth.

Chinese

原文音譯:khr⋯on 咳里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:蜜 相當於: (צוּף‎)
字義溯源:蜂房,蜂蠟,房;源自(ἐπικεφάλαιον / κῆνσος)X*=蠟)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 房(1) 路24:42

Léxico de magia

τό cera κ. ἀκάπνιστον λάβε καὶ ποίησον ἀνδριάντα toma cera conseguida sin producir humo y haz una figurilla SM 97ue 12 γράψον τοῦς χαρακτῆρας χαρτίῳ κ(αὶ) βάλε ἔσωθεν τοῦ κηρίου graba los signos en una hoja de papiro y mételo en la cera SM 97ue 16

Translations

honeycomb

Albanian: huall, krodhë, qengjë, azhdë; Arabic: قَرْص اَلْعَسَل‎; Armenian: մեղրախորիսխ; Azerbaijani: şan; Bashkir: күҙәнәк; Basque: aberaska; Belarusian: соты; Bulgarian: пчелна пита, пита; Catalan: bresca; Chinese Cantonese: 蜂巢; Mandarin: 蜂窩, 蜂窝, 蜂巢; Czech: plástev; Dutch: raat, honingraat, bijenraat; Erzya: керяз; Esperanto: mielĉelaro, mielcxelaro, mielchelaro; Estonian: meekärg, kärg; Finnish: hunajakenno, kenno; French: rayon de miel, rayon de ruche, alvéole d'abeille, alvéole; Galician: antena, entena, favo, panal, trevo, zarapata; Georgian: ფუტკრის ფიჭა; German: Wabe, Bienenwabe, Honigwabe; Greek: κηρήθρα, κερήθρα; Ancient Greek: γλήνα, γλήνη, κηρίδιον, κηρίον, κηρός, μελικηρίδιον, μελικήριον, μελικηρίς, μελίκηρον, μελίσσια, μελίσσιον, μελίττια, μελίττιον, σχαδόνες, τενθρήνιον; Hindi: छत्ता, मधु कोष; Hungarian: lép; Icelandic: vaxkaka; Ido: vabo; Irish: cíor mheala; Italian: favo, cella, nido d'api, nido; Japanese: 蜂の巣, 蜂巣, ハニカム; Kazakh: ара ұясы; Korean: 벌집, 벌방; Kurdish Northern Kurdish: şan, şane; Kyrgyz: аары уясы; Latin: favus; Latvian: kāre, šūna; Lithuanian: korys; Luxembourgish: Ros, Wab; Macedonian: саќе; Maori: honikoma; Mongolian: зөгийн сархинаг; Navajo: tsísʼná bitsiiʼáál; Persian: شان‎, شان عسل‎; Plautdietsch: Honnichkorf; Polish: plaster miodu, plaster; Portuguese: favo; Romanian: fagure; Russian: соты; Scottish Gaelic: cìr-mheala; Serbo-Croatian Cyrillic: саће, сат; Roman: saće, sat; Slovak: plást; Slovene: sat, satovje; Spanish: panal; Swedish: vaxkaka, bikaka; Tagalog: anila; Tajik: шонаи асал; Thai: รังผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: petek, dalak; Ukrainian: сті́льник; Urdu: چھتا‎, مدھو کوش‎; Uzbek: mumkatak, asalari uyasi; Vietnamese: tảng ong; Volapük: mielaziöbem, mielazioybem, mielaväk; Walloon: raive, tortea d' låme, raiye di låme; Welsh: crwybr