redden
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
verb intransitive
become red: V. φοινίσσεσθαι, φοινίσσειν (Sophocles, Fragment).
blush: Ar. and P. ἐρυθριᾶν, P. ἀνερυθριᾶν, Ar. ὑπερυθριᾶν; see blush.
Dutch > Greek
διακλέπτω, διασῴζω, ζῳογονέω, κομίζω, περιποιέω, περισῴζω, σῴζω, σωτήριος, σώω