swamp
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. λίμνη, ἡ, Ar. and P. τέλμα, τό, P. ἕλος, τό.
verb transitive
P. and V. κατακλύζω, κατακλύζειν.
when the sea swamps the boat effort is useless: P. ἐπειδὰν ἡ θάλαττα ὑπέρσχῃ μάταιος ἡ σπουδή (Dem. 128).
outnumber: use P. and V. πλήθει προὔχειν (gen.).