toevoeging
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Dutch > Greek
παράφθεγμα, πρόσθεσις, προσθήκη, πρόσθημα, πρόσληψις, προσποίησις, προσφορά
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
παράφθεγμα, πρόσθεσις, προσθήκη, πρόσθημα, πρόσληψις, προσποίησις, προσφορά